path - ορισμός. Τι είναι το path
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι path - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
PATH; Paths; Path (disambiguation); PATH (disambiguation)

Path         
·vi To walk or go.
II. Path ·noun A trodden way; a footway.
III. Path ·vt To make a path in, or on (something), or for (some one).
IV. Path ·noun A way, course, or track, in which anything moves or has moved; route; passage; an established way; as, the path of a meteor, of a caravan, of a storm, of a pestilence. Also used figuratively, of a course of life or action.
path         
¦ noun (plural paths)
1. a way or track laid down for walking or made by continual treading.
2. the direction in which a person or thing moves.
3. a course of action or conduct.
Derivatives
pathless adjective
Origin
OE p?th, of W. Gmc origin.
Paths         
·pl of Path.

Βικιπαίδεια

Path

A path is a route for physical travel – see Trail.

Path or PATH may also refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για path
1. "He chose a different path, the path of the left.
2. Every path is different and everybody has a right to go on his/ her own path.
3. He chose a different path, the path of the left,‘‘ Netanyahu said.
4. That is the path of self–respect and pleasure; it is also the path of success.
5. "The path of the Security Council is not a constructive path.